διακανόνιση

διακανόνιση
[-ις (-εως)] η , διακανόνισμός ο урегулирование, улаживание (дела); разрешение (вопроса)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διακανόνιση" в других словарях:

  • διακανόνιση — η ρύθμιση, διευθέτηση, τακτοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διακανόνισις μαρτυρείται από το 1885 στον Α. Αργυριάδη] …   Dictionary of Greek

  • διακανονισμός — ο η διακανόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»